- ἐκδίδαγμα
- ἐκδίδαγμαprentice-workneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκδίδαγμα — ἐκδίδαγμα, το (Α) μαθητικό δοκίμιο, υπόδειγμα … Dictionary of Greek